ακαζάντιστος

ακαζάντιστος
ακαζάντιστος, -η, -ο και ακαζάντιαστος, -η, -ο
αυτός που δεν απόχτησε καζάντια, κέρδη, περιουσία: Από την ξενιτιά είχε γυρίσει ακαζάντιστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακαζάντιστος — η, ο [καζαντίζω] 1. αυτός που δεν καζάντισε, δεν απόκτησε περιουσία, κέρδη 2. απρόκοφτος, αχαΐρευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”